- κατάσκεπος
- κατάσκεπος, ον,A v. κατάσκοπος 11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατάσκεπος — κατάσκεπος, ον (Α) κατασκεπασμένος. επίρρ... κατάσκεπα κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό σκεπος, φυλλό σκεπος] … Dictionary of Greek
κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… … Dictionary of Greek